κακιώνω — κακιώνω, κάκιωσα, κακιωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακιώνω — κάκιωσα, κακιωμένος, θυμώνω, οργίζομαι: Γιατί κακιώνεις, όταν σου λένε την αλήθεια; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακάκιωτος — η, ο [κακιώνω] αυτός που δεν έχει κακιώσει, ο μη οργισμένος ή εχθρικός, αμνησίκακος, άκακος … Dictionary of Greek
θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… … Dictionary of Greek
κάκιωμα — το [κακιώνω] η φιλονικία μεταξύ δύο φίλων ή γνωστών και η διαταραχή τών φιλικών σχέσεων που προέρχεται από αυτήν, ψύχρανση, δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
κακίζω — (AM κακίζω) [κακός] κατηγορώ, επιπλήττω, κατακρίνω κάποιον («τόν κακίζουν λόγω τής συμπεριφοράς του») μσν. οργίζομαι, κακιώνω αρχ. 1. κάνω κάποιον δειλό 2. φέρομαι άνανδρα 3. φρ. «κακίζομαι τύχη» βλάπτομαι μόνο από την τύχη … Dictionary of Greek
κακεύω — (Μ κακεύω) [κακός] νεοελλ. 1. παύω να είμαι φίλος με κάποιον, κακιώνω 2. γίνομαι κακός, οργίζομαι, θυμώνω μσν. εχθρεύομαι, μισώ … Dictionary of Greek
κακοσυνεύω — και κακοσυνεύγω (Μ κακοσυνεύω) [κακοσύνη] 1. (κυρίως για τον καιρό) γίνομαι άσχημος, κακός, αγριεύω 2. γίνομαι κακός, κακιώνω («με τους κακούς κι εγώ κακοσυνεύγω», Ερωτόκρ.) 3. δυσαρεστούμαι («πολλά κακοσυνεύτηκεν εκείνην την ημέρα», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
κατεβάζω — (AM καταβιβάζω, Μ και κατεβάζω και καταβάζω και κατηβάζω) 1. οδηγώ ή φέρνω κάποιον ή κάτι από υψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «κατέβασα τις παλιές καρέκλες στο υπόγειο» β. «καταβιβάσας τὸν Κροῑσον ἀπὸ τῆς πυρῆς», Ηρόδ.) 2. φέρνω από τα μεσόγεια… … Dictionary of Greek
ξεκακίζω — 1. αποβάλλω την κακή διάθεσή μου, παύω να είμαι θυμωμένος («πήγαμε περίπατο για να ξεκακίσουμε») 2. (για τον καιρό) βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακίζω «οργίζομαι, κακιώνω»] … Dictionary of Greek